- διαγραμμίζω
- μετ. линовать, расчерчивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγραμμίζω — (AM διαγραμμίζω) διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω αρχ. παίζω πεσσούς, ντάμα … Dictionary of Greek
διαγραμμίζω — διαγράμμισα, διαγραμμίσθηκα, διαγραμμισμένος, χωρίζω με γραμμές για να διαιρέσω κάτι, χαρακώνω: Ο δρόμος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος, γιατί δεν έχουν διαγραμμίσει τις λωρίδες κυκλοφορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγραμμίζει — διαγραμμίζω divide by lines pres ind mp 2nd sg διαγραμμίζω divide by lines pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραμμίζειν — διαγραμμίζω divide by lines pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)